στερνόφθαλμος

στερνόφθαλμος
στερν-όφθαλμος, ον,
A with eyes in the breast, A.Fr.441.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στερνόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει μάτια στο στέρνο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + ὀφθαλμός] …   Dictionary of Greek

  • στερνοφθάλμους — στερνόφθαλμος with eyes in the breast masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερνόφθαλμοι — στερνόφθαλμος with eyes in the breast masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”